- μπεν-μαρί
- τοάκλ. ζεστό νερό σε δοχείο μέσα στο οποίο τοποθετείται άλλο δοχείο για θέρμανση τού περιεχομένου του.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bain- marie < bain «μπάνιο, λουτρό» + Μarie, από το όνομα τής αδελφής τού Μωϋσή στην οποία αποδίδονταν οι θαυματουργές ιδιότητες τού ατμόλουτρου].
Dictionary of Greek. 2013.